ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΕΝΓΚΕΝ......ΚΥΡΩΜΕΝΗ


Νόμος υπ` αριθ. 2514

Κύρωση: 1) της Συμφωνίας μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών της Οικονομικής Ένωσης του Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, 2) της Σύμβασης Εφαρμογής της ανωτέρω Συμφωνίας μεταξύ των ιδίων Κρατών - Μελών, 3) των Πρωτοκόλλων και των Συμφωνιών προσχώρησης στις παραπάνω Συμφωνίες: της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Αυστριακής Δημοκρατίας, της Φινλανδικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Δανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, μετά των τελικών πράξεων, πρακτικών, δηλώσεων και κοινών δηλώσεων αυτών.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο και ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνονται και έχουν την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος:

1. Η Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών της Οικονομικής Ένωσης του Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985, σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική.

2. Η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών της Οικονομικής Ένωσης του Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, για τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, σε πρωτότυπο στη γαλλική και γερμανική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική.

3. Τα Πρωτόκολλα και οι Συμφωνίες προσχώρησης στη Συμφωνία Σένγκεν και στη Σύμβαση Εφαρμογής αυτής, μετά των τελικών πράξεων, δηλώσεων και κοινών δηλώσεων:

α) της Ιταλικής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 27 Νοεμβρίου 1990,

β) του Βασιλείου της Ισπανίας, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 25 Ιουνίου 1991, και

γ) της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 25 Ιουνίου 1991,

σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική, και

4. Τα Πρωτόκολλα και οι Συμφωνίες προσχώρησης στη Συμφωνία Σένγκεν και στη Σύμβαση Εφαρμογής αυτής, μετά των τελικών πράξεων, δηλώσεων και κοινών δηλώσεων:

α) της Ελληνικής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στη Μαδρίτη στις 6 Νοεμβρίου 1992,

β) της Αυστριακής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 28 Απριλίου 1995,

γ) της Φινλανδικής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο, στις 19 Δεκεμβρίου 1996,

δ) του Βασιλείου της Δανίας, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο, στις 19 Δεκεμβρίου 1996,

ε) του Βασιλείου της Σουηδίας, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο, στις 19 Δεκεμβρίου 1996, σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα.

5. Τα κείμενα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου έχουν ως εξής:


ΣΥΜΒΑΣΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΕΝΓΚΕΝ

ΤΗΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1985

ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΠΕΝΕΛΟΥΞ

ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ

ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΣΥΝΟΡΑ


Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο εξής καλούμενα τα Συμβαλλόμενα Μέρη,

βασιζόμενα στη συμφωνία Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα,

έχοντας αποφασίσει να πραγματώσουν τον διατυπωθέντα στην εν λόγω Συμφωνία στόχο της καταργήσεως των ελέγχων στα κοινά σύνορα ως προς την κυκλοφορία των προσώπων και της διευκολύνσεως της μεταφοράς και της διακινήσεως των εμπορευμάτων,

εκτιμώντας ότι η ιδρυτική Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως συμπληρώθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, προβλέπει ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα,

εκτιμώντας ότι ο επιδιωκόμενος από τα Συμβαλλόμενα Μέρη σκοπός συμπίπτει με αυτόν τον στόχο, υπό την επιφύλαξη των μέτρων που θα ληφθούν σε εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης,

εκτιμώντας ότι η εκπλήρωση αυτού του στόχου απαιτεί μία σειρά πρόσφορων μέσων και στενή συνεργασία μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών,

συμφώνησαν τα ακόλουθα:


ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΟΡΙΣΜΟΙ


Άρθρο 1

Κατά την έννοια της παρούσης Συμβάσεως, νοούνται ως:

Εσωτερικά σύνορα:

Τα κοινά χερσαία σύνορα των Συμβαλλόμενων Μερών καθώς επίσης τα αεροδρόμιά τους για τις εσωτερικές πτήσεις και τα θαλάσσια λιμάνια τους για τις τακτικές γραμμές των πλοίων διαμετακομίσεως, προερχόμενων ή κατευθυνόμενων αποκλειστικώς από άλλα λιμάνια στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών χωρίς να καταπλεύσουν σε λιμάνια εκτός του εδάφους τους.

Εξωτερικά σύνορα:

Τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα καθώς επίσης τα αεροδρόμια και τα θαλάσσια λιμάνια των Συμβαλλόμενων Μερών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα.

Εσωτερική πτήση:

Πτήση προερχόμενη ή προοριζόμενη αποκλειστικώς σε εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών χωρίς προσγείωση στο έδαφος ενός τρίτου κράτους.

Τρίτο κράτος:

Κράτος, το οποίο δεν είναι Συμβαλλόμενο Μέρος.

Αλλοδαπός:

Πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος Κράτους Μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Αλλοδαπός καταχωρηθείς με σκοπό την απαγόρευση εισόδου:

Αλλοδαπός, ο οποίος κατά τις διατάξεις του άρθρου 96 έχει καταχωρηθεί στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν με σκοπό την απαγόρευση εισόδου.

Σημείο συνοριακής διελεύσεως:

Σημείο διελεύσεως στο οποίο επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων.

Συνοριακός έλεγχος:

Ο έλεγχος στα σύνορα, ο οποίος - ανεξάρτητα από κάθε άλλη αιτία - διενεργείται μόνο στο πρόσωπο που προτίθεται να διέλθει τα σύνορα.

Μεταφορέας:

Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει κατ` επάγγελμα τη μεταφορά προσώπων μέσω εναέριας, θαλάσσιας ή χερσαίας οδού.

Τίτλος διαμονής:

Κάθε άδεια οποιασδήποτε μορφής, η οποία χορηγείται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος και παρέχει δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά του. Δεν περιλαμβάνει ο ορισμός αυτός την προσωρινή άδεια διαμονής στην επικράτεια ενός Συμβαλλόμενου Μέρους ενόψη της εξετάσεως αιτήσεως παροχής ασύλου ή αιτήσεως τίτλου διαμονής.

Αίτηση ασύλου:

Κάθε έγγραφη, προφορική ή κατ` άλλον τρόπο αίτηση, η οποία υποβάλλεται από αλλοδαπό στα εξωτερικά σύνορα ή στην επικράτεια ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, προκειμένου να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, με την ιδιότητα δε του πρόσφυγα να τύχει δικαιώματος διαμονής.

Αιτών άσυλο:

Αλλοδαπός, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση παροχής ασύλου κατά την έννοια της παρούσης Συμβάσεως και επ` αυτής δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση.

Εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου:

Όλες οι διαδικασίες ελέγχου και αποφάσεως σε αίτηση παροχής ασύλου καθώς επίσης το σύνολο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προς εκτέλεση οριστικών αποφάσεων, με εξαίρεση τον καθορισμό του Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο βάσει της παρούσης Συμβάσεως είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου.


ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και κυκλοφορία των προσώπων


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διέλευση των εσωτερικών συνόρων


Άρθρο 2

1. Η διέλευση των εσωτερικών συνόρων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο, χωρίς να πραγματοποιηθεί έλεγχος προσώπων.

2. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, εν τούτοις, μετά από διαβούλευση με τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη, όταν το επιβάλλει η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια, να αποφασίσει ότι για περιορισμένη χρονική περίοδο θα πραγματοποιηθούν στα εσωτερικά του σύνορα εθνικοί συνοριακοί έλεγχοι προσαρμοσμένοι στην κατάσταση. Αν η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια απαιτούν μια άμεση ενέργεια, το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα και πληροφορεί σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη.

3. Η κατάργηση του ελέγχου των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα δεν επηρεάζει ούτε τις διατάξεις του άρθρου 22 ούτε την άσκηση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών στο σύνολο της επικράτειας κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους δυνάμει της νομοθεσίας του, είτε τις υποχρεώσεις κατοχής, μεταφοράς και επιδείξεως τίτλων και εγγράφων, που προβλέπονται από τη νομοθεσία του.

4. Οι έλεγχοι των εμπορευμάτων διενεργούνται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διέλευση των εξωτερικών συνόρων


Άρθρο 3

1. Κατά κανόνα η διέλευση των εξωτερικών συνόρων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στα σημεία συνοριακής διελεύσεως κατά τη διάρκεια των καθορισμένων ωρών κυκλοφορίας. Οι ειδικότερες διατάξεις και οι εξαιρέσεις, ο τρόπος διεξαγωγής της μικρής διασυνοριακής κυκλοφορίας καθώς επίσης και οι κανόνες που εφαρμόζονται σε ειδικές κατηγορίες θαλάσσιας κυκλοφορίας, όπως η ναυσιπλοΐα αναψυχής ή η παράκτια αλιεία, αποφασίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή.

2. Συμβαλλόμενη Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιβάλουν κυρώσεις για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, η οποία γίνεται χωρίς άδεια, εκτός των σημείων συνοριακής διελεύσεως και των καθορισμένων ωρών κυκλοφορίας.


Άρθρο 4

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη εγγυώνται ότι από το 1993 οι ταξιδιώτες πτήσεως προερχόμενης από τρίτα Κράτη, που επιβιβάζονται σε πτήσεις εσωτερικού, θα υπόκεινται προηγουμένως κατά την είσοδο στο αεροδρόμιο αφίξεως της εξωτερικής πτήσεως, σε έλεγχο προσώπων και έλεγχο χειραποσκευών. Οι ταξιδιώτες εξωτερικής πτήσεως που επιβιβάζονται με προορισμό τρίτα Κράτη, θα υπόκεινται προηγουμένως, κατά την έξοδο, σε έλεγχο προσώπων και σε έλεγχο χειραποσκευών στο αεροδρόμιο αναχωρήσεως της εξωτερικής πτήσεως.

2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι έλεγχοι να μπορούν να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν επηρεάζουν τον έλεγχο των αποσκευών που έχουν παραδοθεί. Ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται αντίστοιχα στο αεροδρόμιο τελικού προορισμού ή στο αεροδρόμιο της αρχικής αναχωρήσεως.

4. Μέχρι την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 ημερομηνία τα αεροδρόμια θεωρούνται, κατά παρέκκλιση από τον ορισμό των εσωτερικών συνόρων, εξωτερικά σύνορα σχετικά με τις πτήσεις εσωτερικού.


Άρθρο 5

1. Μπορεί να επιτραπεί η είσοδος στα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών, για διαμονή που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, στον αλλοδαπό που εκπληρώνει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Είναι κάτοχος έγκυρου εγγράφου ή εγγράφων, επιτρεπόντων τη διέλευση των συνόρων, καθοριζομένων από την Εκτελεστική Επιτροπή.

β. Είναι κάτοχος έγκυρης θεωρήσεως, αν αυτή απαιτείται.

γ. Προσκομίζει οποιαδήποτε έγγραφα που δικαιολογούν τον σκοπό και καθορίζουν τις προϋποθέσεις της προβλεπόμενης διαμονής, διαθέτει δε τα επαρκή μέσα διαβιώσεως, τόσο για τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής του όσο και για την επιστροφή στη χώρα προελεύσεώς του ή τη διέλευση προς τρίτο κράτος στο οποίο είναι εξασφαλισμένη η είσοδός του ή είναι σε θέση να αποκτήσει νομίμως τα μέσα διαβιώσεώς του.

δ. Δεν έχει καταχωρηθεί με σκοπό την απαγόρευση εισόδου.

ε. Δεν θεωρείται ότι μπορεί να διαταράξει την δημόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

2. Η είσοδος στα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών πρέπει να απαγορεύεται στον αλλοδαπό που δεν εκπληρώνει τις προϋποθέσεις αυτές στο σύνολό τους, εκτός αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος κρίνει απαραίτητο να παρεκκλίνει από την αρχή αυτή για λόγους ανθρωπιστικούς ή εθνικού συμφέροντος ή λόγω διεθνών υποχρεώσεων. Στην περίπτωση αυτή, η είσοδος θα περιορίζεται στο έδαφος του ενδιαφερόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο πρέπει να ειδοποιήσει σχετικά τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη.

Οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων περί δικαιώματος παροχής ασύλου ούτε των διατάξεων του άρθρου 18.

3. Επιτρέπεται η διέλευση αλλοδαπού που είναι κάτοχος άδειας διαμονής ή θεωρήσεως επιστροφής που έχει χορηγήσει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος ή αν είναι απαραίτητο, και των δυο αυτών εγγράφων, εκτός και αν έχει καταχωρηθεί στον εθνικό κατάλογο του Συμβαλλόμενου Μέρους στα εξωτερικά σύνορα του οποίου παρουσιάζεται.


Άρθρο 6

1. Η διασυνοριακή κυκλοφορία στα εξωτερικά σύνορα υπόκειται στον έλεγχο των αρμόδιων αρχών. Ο έλεγχος πραγματοποιείται, σύμφωνα με ομοιόμορφα κριτήρια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στο πλαίσιο της εθνικής δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των Συμβαλλόμενων Μερών στο σύνολο της επικράτειας των τελευταίων.

2. Τα ομοιόμορφα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα ακόλουθα:

α. Ο έλεγχος των προσώπων περιλαμβάνει όχι μόνο την εξακρίβωση των ταξιδιωτικών εγγράφων και των άλλων προϋποθέσεων εισόδου, διαμονής, εργασίας και εξόδου, αλλά επίσης την έρευνα και την αποτροπή των απειλών κατά της εθνικής ασφαλείας και της δημόσιας τάξεως των Συμβαλλόμενων Μερών. Ο έλεγχος αυτός αφορά επίσης τα οχήματα και τα αντικείμενα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των προσώπων που διασχίζουν τα σύνορα. Πραγματοποιείται από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, ιδίως ως προς τη διενέργεια έρευνας.

β. Όλα τα πρόσωπα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον σε έναν έλεγχο, ο οποίος επιτρέπει την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους με την προσκόμιση ή επίδειξη ταξιδιωτικών εγγράφων.

γ. Κατά την είσοδο, οι αλλοδαποί πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη έλεγχο, σύμφωνα με τις διατάξεις της περιπτώσεως α.

δ. Κατά την έξοδο, ο απαιτούμενος έλεγχος πραγματοποιείται για το συμφέρον όλων των Συμβαλλόμενων Μερών δυνάμει της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και με σκοπό την έρευνα και την αποτροπή απειλών κατά της εθνικής ασφαλείας και της δημόσιας τάξεως των Συμβαλλόμενων Μερών. Ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση σε όλους τους αλλοδαπούς.

ε. Αν λόγω ειδικών περιστάσεων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτοί οι έλεγχοι, πρέπει να καθορίζονται προτεραιότητες. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος της κυκλοφορίας κατά την είσοδο έχει κατά κανόνα προτεραιότητα έναντι του ελέγχου κατά την έξοδο.

3. Οι αρμόδιες αρχές επιτηρούν με κινητές μονάδες τα ενδιάμεσα διαστήματα των εξωτερικών συνόρων μεταξύ των συνοριακών σημείων διελεύσεως. Το ίδιο ισχύει και για τα σημεία διελεύσεως των συνόρων, εκτός των κανονικών ωρών κυκλοφορίας. Ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται κατά τρόπον ώστε να μην προτρέπει τα πρόσωπα στην αποφυγή του ελέγχου στα σημεία διελεύσεως. Οι τρόποι της επιτηρήσεως καθορίζονται, κατά περίπτωση, από την Εκτελεστική Επιτροπή.

4. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαθέτουν προσωπικό κατάλληλο και επαρκές για την άσκηση του ελέγχου και της επιτηρήσεως των εξωτερικών συνόρων.

5. Στα εξωτερικά σύνορα ασκείται έλεγχος αντίστοιχου επιπέδου.


Άρθρο 7

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν συνδρομή και διασφαλίζουν στενή και διαρκή συνεργασία με σκοπό την αποτελεσματική άσκηση ελέγχων και επιτηρήσεων. Ανταλλάσσουν κυρίως κάθε είδους σχετικές και σημαντικές πληροφορίες, με εξαίρεση τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πλην αντίθετων διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως, σε μία εναρμόνιση, κατά το μέτρο του δυνατού, των οδηγιών που έχουν δοθεί στις υπηρεσίες, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τους ελέγχους και την παροχή εκπαιδεύσεως και επιμορφώσεως στο προσωπικό που εκτελεί καθήκοντα σε υπηρεσίες ελέγχων. Η συνεργασία αυτή μπορεί να λάβει μορφή ανταλλαγής υπαλλήλων - συνδέσμων.


Άρθρο 8

Η Εκτελεστική Επιτροπή λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις σχετικά με τους πρακτικούς τρόπους εφαρμογής των ελέγχων και της επιτηρήσεως των συνόρων.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Θεωρήσεις


Τμήμα 1

Θεωρήσεις για διαμονή σύντομης διαρκείας


Άρθρο 9

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν κοινή πολιτική, για την κυκλοφορία των προσώπων και ειδικά το καθεστώς των θεωρήσεων. Προς τον σκοπό αυτόν, παρέχουν αμοιβαία συνδρομή. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιδιώξουν, με κοινή συμφωνία, εναρμόνιση της πολιτικής τους ως προς τις θεωρήσεις.

2. Έναντι τρίτων χωρών, οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται, κατά την υπογραφή της παρούσης Συμβάσεως ή κατόπιν αυτής, σε καθεστώς κοινής θεωρήσεως για όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη, το καθεστώς αυτό μπορεί να μεταβληθεί μόνο με κοινή συμφωνία όλων των Συμβαλλόμενων Μερών. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί σε εξαιρετική περίπτωση να παρεκκλίνει από το κοινό καθεστώς θεωρήσεων έναντι τρίτου κράτους για σπουδαίους λόγους εθνικής πολιτικής οι οποίοι επιβάλλουν επείγουσα απόφαση. Οφείλει προηγουμένως να διαβουλευθεί με τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη και στην απόφασή του να λάβει υπόψη τα συμφέροντά τους καθώς και τις επιπτώσεις αυτής της αποφάσεως.


Άρθρο 10

1. Καθιερώνεται ομοιόμορφη θεώρηση, ισχύουσα στην επικράτεια του συνόλου των Συμβαλλόμενων Μερών. Η θεώρηση αυτή, η διάρκεια ισχύος της οποίας ρυθμίζεται από το άρθρο 11, μπορεί να χορηγηθεί για διαμονή τριών μηνών κατ` ανώτατο όριο.

2. Μέχρι την καθιέρωση της θεωρήσεως αυτής, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν τις αντίστοιχες εθνικές τους θεωρήσεις, εφόσον η χορήγησή τους πραγματοποιείται βάσει των κοινών όρων και κριτηρίων που καθορίζουν οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίζει την εδαφική ισχύ της θεωρήσεως, σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες που ορίζονται στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.


Άρθρο 11

1. Η θεώρηση που καθιερώνεται στο άρθρο 10 μπορεί να είναι:

α. Θεώρηση ταξιδίου ισχύουσα για μία ή περισσότερες εισόδους, χωρίς ούτε η διάρκεια συνεχούς διαμονής ούτε η συνολική διάρκεια των διαδοχικών διαμονών να μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ανά εξάμηνο, από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου.

β. Θεώρηση διελεύσεως που επιτρέπει στον κάτοχό της να διέλθει μία, δύο ή κατ` εξαίρεση περισσότερες φορές από τα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών για να μεταβεί στην επικράτεια ενός τρίτου Κράτους, χωρίς η διάρκεια διελεύσεως να μπορεί να υπερβεί τις πέντε ημέρες.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν επηρεάζουν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος να χορηγήσει, σε περίπτωση ανάγκης, μία νέα θεώρηση κατά την διάρκεια του υπό εξέταση εξαμήνου, η ισχύς της οποίας θα περιορίζεται στην επικράτειά του.


Άρθρο 12

1. Η ομοιόμορφη θεώρηση που καθιερώνει το άρθρο 10 παράγραφος 1, χορηγείται από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών και, αν συντρέχει περίπτωση, από τις αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών που ορίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 17.

2. Αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος για τη χορήγηση αυτής της θεωρήσεως είναι, κατά κανόνα, αυτό του κύριου προορισμού. Αν ο προορισμός αυτός δεν μπορεί να καθορισθεί, η χορήγηση της θεωρήσεως ανήκει, κατά κανόνα, στο διπλωματικό ή προξενικό γραφείο του Συμβαλλόμενου Μέρους της πρώτης εισόδου.

3. Η Εκτελεστική Επιτροπή ορίζει τους τρόπους εφαρμογής και ιδίως τα κριτήρια καθορισμού του κύριου προορισμού.


Άρθρο 13

1. Δεν μπορεί να τεθεί θεώρηση σε ταξιδιωτικό έγγραφο, του οποίου η ισχύς έχει λήξει.

2. Η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεως, λαμβάνοντας υπόψη την προθεσμία χρησιμοποιήσεώς της. Πρέπει να επιτρέπει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του ή την είσοδό του σε τρίτη χώρα.


Άρθρο 14

1. Δεν μπορεί να τεθεί θεώρηση σε ταξιδιωτικό έγγραφο, το οποίο δεν ισχύει για άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος. Αν το ταξιδιωτικό έγγραφο ισχύει μόνο για ένα ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη, η σχετική θεώρηση περιορίζεται σε αυτό ή αυτά τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

2. Σε περίπτωση που η ισχύς του ταξιδιωτικού εγγράφου δεν αναγνωρίζεται από ένα ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη, η θεώρηση μπορεί να χορηγηθεί υπό μορφήν αδείας, η οποία επέχει θέση θεωρήσεως.


Άρθρο 15

Οι θεωρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 χορηγούνται, κατά κανόνα, μόνον αν ο αλλοδαπός εκπληρώνει τις προϋποθέσεις εισόδου που ορίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, γ, δ και ε.


Άρθρο 16

Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος κρίνει αναγκαίο να παρεκκλίνει για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, από την αρχή που ορίζει το άρθρο 15, χορηγώντας θεώρηση σε αλλοδαπό που δεν εκπληρώνει το σύνολο των προϋποθέσεων εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, η ισχύς αυτής της θεωρήσεως περιορίζεται στην επικράτεια του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους, το οποίο οφείλει να ενημερώσει σχετικά τα άλλα Συμβαλλόμενα Μύρη.


Άρθρο 17

1. Η Εκτελεστική Επιτροπή καθιερώνει κοινούς κανόνες για την εξέταση των αιτήσεων θεωρήσεων, μεριμνά για την ορθή εφαρμογή τους και τους προσαρμόζει στις νέες καταστάσεις και περιστάσεις.

2. Επιπλέον, η Εκτελεστική Επιτροπή ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η χορήγηση θεωρήσεως υπόκειται σε διαβούλευση με την κεντρική αρχή του ενδιαφερόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους καθώς και, αν συντρέχει περίπτωση, με τις κεντρικές αρχές των άλλων Συμβαλλόμενων Μερών.

3. Εκτελεστική Επιτροπή λαμβάνει, επιπλέον, τις απαραίτητες αποφάσεις για τα ακόλουθα σημεία:

α. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα, τα οποία επιδέχονται θεώρηση.

β. Τις αρμόδιες αρχές για την χορήγηση θεωρήσεων.

γ. Τις προϋποθέσεις χορηγήσεως θεωρήσεων στα σύνορα.

δ. Τη μορφή, το περιεχόμενο, τη διάρκεια ισχύος των θεωρήσεων και τα τέλη που εισπράττονται για τη χορήγησή τους.

ε. Τις προϋποθέσεις παρατάσεως και αρνήσεως χορηγήσεως των θεωρήσεων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ και δ, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των Συμβαλλόμενων Μερών.

στ. Τους τρόπους περιορισμού της εδαφικής ισχύος των θεωρήσεων.

ζ. Τις αρχές επεξεργασίας κοινού καταλόγου αλλοδαπών που έχουν καταχωρηθεί με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 96.


Τμήμα 2

Θεωρήσεις για διαμονή μακράς διαρκείας


Άρθρο 18

Οι θεωρήσεις για διαμονή άνω των τριών μηνών είναι εθνικές θεωρήσεις που χορηγούνται από ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Παρόμοια θεώρηση επιτρέπει στον κάτοχό της να διέλθει από το έδαφος των άλλων Συμβαλλόμενων Μερών για να μεταβεί στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους που χορήγησε τη θεώρηση, εκτός αν δεν εκπληρώνει τις προϋποθέσεις εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, δ και ε ή έχει καταχωρηθεί στον εθνικό κατάλογο του Συμβαλλόμενου Μέρους από την επικράτεια του οποίου επιθυμεί να διέλθει.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όροι κυκλοφορίας των αλλοδαπών


Άρθρο 19

1. Αλλοδαποί κάτοχοι ομοιόμορφης θεωρήσεως, οι οποίοι εισέρχονται νόμιμα στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια του συνόλου των Συμβαλλόμενων Μερών κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεως, εφόσον εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, γ, δ και ε.

2. Μέχρι την καθιέρωση της ομοιόμορφης θεωρήσεως, οι αλλοδαποί κάτοχοι θεωρήσεως που έχει χορηγηθεί από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, οι οποίοι έχουν εισέλθει νόμιμα στο έδαφος του τελευταίου, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια του συνόλου των Συμβαλλόμενων Μερών κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεως και κατ` ανώτατο όριο επί τρεις μήνες από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου, εφόσον εκπληρώνουν τους όρους εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, γ, δ και ε.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στις θεωρήσεις περιορισμένης εδαφικής ισχύος, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του παρόντος Τίτλου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.


Άρθρο 20

1. Αλλοδαποί που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση θεωρήσεως μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια των Συμβαλλόμενων Μερών επί τρεις μήνες κατ` ανώτατο όριο κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου, εφόσον εκπληρώνουν τους όρους εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, γ, δ και ε.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν επηρεάζουν το δικαίωμα κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους να παρατείνει την παραμονή αλλοδαπού στην επικράτειά του πέραν των τριών μηνών σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή κατ` εφαρμογήν των διατάξεων διμερούς συμφωνίας η οποία έχει συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσης Συμβάσεως.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.


Άρθρο 21

1. Αλλοδαποί κάτοχοι τίτλου διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορούν βάσει του τίτλου αυτού καθώς και ενός ταξιδιωτικού εγγράφου, η ισχύς των οποίων δεν έχει λήξει, να κυκλοφορούν ελεύθερα επί τρεις μήνες κατ` ανώτατο όριο, στην επικράτεια των Συμβαλλόμενων Μερών, εφόσον εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, περιπτώσεις α, γ, δ και ε και δεν έχουν καταχωρηθεί στον εθνικό κατάλογο του ενδιαφερόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε αλλοδαπούς κατόχους προσωρινής αδείας διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος και ενός ταξιδιωτικού εγγράφου που έχει εκδοθεί από το ίδιο Συμβαλλόμενο Μέρος.

3. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη ανακοινώνουν στην Εκτελεστική Επιτροπή τον κατάλογο των εγγράφων που χορηγούν, τα οποία επέχουν θέση τίτλου διαμονής ή αδείας προσωρινής διαμονής και ταξιδιωτικού εγγράφου κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.


Άρθρο 22

1. Αλλοδαποί εισερχόμενοι νόμιμα στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται να δηλώνουν την παρουσία τους στις αρμόδιες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εισέρχονται υπό τους όρους που το τελευταίο έχει ορίσει. Η δήλωση αυτή μπορεί να υποβάλλεται, όπως έχει επιλέξει κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, είτε κατά την είσοδο είτε εντός προθεσμίας τριών εργάσιμων ημερών από την είσοδο στο εσωτερικό της χώρας του Συμβαλλόμενου Μέρους.

2. Αλλοδαποί, οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη και μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, υπόκεινται στην υποχρέωση δηλώσεως της παραγράφου 1.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος καθιερώνει τις εξαιρέσεις στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τις ανακοινώνει στην Εκτελεστική Επιτροπή.


Άρθρο 23

1. Αλλοδαπός, ο οποίος δεν εκπληρώνει ή δεν εκπληρώνει πλέον, τις προϋποθέσεις σύντομης διαμονής που ισχύουν στην επικράτεια ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, πρέπει κατά κανόνα να εγκαταλείψει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών.

2. Αλλοδαπός, ο οποίος διαθέτει τίτλο διαμονής ή προσωρινή άδεια διαμονής που ισχύουν και έχουν χορηγηθεί από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, πρέπει να μεταβεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους.

3. Όταν η αναχώρηση του αλλοδαπού, ο οποίος εμπίπτει στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται με τη βούλησή του ή όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναχώρηση αυτή δεν θα επακολουθήσει, ή αν η άμεση αναχώρηση του αλλοδαπού επιβάλλεται για λόγους που ανάγονται στην εθνική ασφάλεια ή δημόσια τάξη, ο αλλοδαπός πρέπει να απομακρύνεται από το έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο έχει συλληφθεί υπό τους όρους που προβλέπει το εθνικό δίκαιο του τελευταίου. Αν το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την απομάκρυνση, το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιτρέψει στον αλλοδαπό, τη διαμονή στην επικράτειά του.

4. Η απομάκρυνση του προσώπου αυτού από το έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους, μπορεί να γίνει προς τη χώρα προελεύσεώς του ή προς κάθε άλλο κράτος στο οποίο είναι δυνατή η είσοδός του, κατ` εφαρμογήν κυρίως των σχετικών διατάξεων των συμφωνιών επανεισδοχής που έχουν συναφθεί μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών.

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα παροχής ασύλου ούτε την εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, ούτε των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 33, παράγραφος 1 της παρούσης Συμβάσεως.


Άρθρο 24

Υπό την επιφύλαξη εκ μέρους της Εκτελεστικής Επιτροπής του καθορισμού των κατάλληλων κριτηρίων και πρακτικών τρόπων εφαρμογής, τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμψηφίζουν μεταξύ τους τις άνισες οικονομικές επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από την υποχρέωση απομακρύνσεως του άρθρου 23, όταν η απομάκρυνση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με έξοδα του αλλοδαπού.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Τίτλοι διαμονής και καταχώρηση για την απαγόρευση εισόδου


Άρθρο 25

1. Όταν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σκοπεύει να χορηγήσει τίτλο διαμονής σε αλλοδαπό που έχει καταχωρηθεί με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, προβαίνει σε διαβούλευση με το καταχωρούν Συμβαλλόμενο Μέρος και λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντά του. Ο τίτλος διαμονής χορηγείται μόνο για σοβαρούς λόγους, κυρίως ανθρωπιστικούς ή απορρέοντες από διεθνείς υποχρεώσεις.

Αν ο τίτλος διαμονής χορηγηθεί, το καταχωρούν Συμβαλλόμενο Μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά ωστόσο μπορεί να καταχωρήσει τον αλλοδαπό αυτό στον εθνικό κατάλογο.

2. Όταν προκύπτει ότι αλλοδαπός, κάτοχος ενός ισχύοντος τίτλου διαμονής, καταχωρείται με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, το Συμβαλλόμενο Μέρος διαβουλεύεται με το Μέρος που χορήγησε τον τίτλο διαμονής, για να διαπιστωθεί αν είναι επαρκείς οι λόγοι για ανάκληση του τίτλου διαμονής.

Αν ο τίτλος διαμονής δεν ανακληθεί, το καταχωρούν Συμβαλλόμενο Μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά ωστόσο μπορεί να καταχωρήσει τον αλλοδαπό αυτό στον εθνικό κατάλογο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Πρόσθετα μέτρα


Άρθρο 26

1. Υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς προστασίας των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εισαγάγουν στην εθνική τους νομοθεσία τους ακόλουθους κανόνες:

α. Αν απαγορευθεί η είσοδος στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη σε αλλοδαπό, ο μεταφορέας που τον μετέφερε με εναέρια, θαλάσσια ή χερσαία συγκοινωνία στα εξωτερικά σύνορα υποχρεούται να τον επαναπροωθήσει και πάλι χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Κατόπιν αιτήσεως των αρχών επιτηρήσεως των συνόρων οφείλει να επαναφέρει τον αλλοδαπό στο τρίτο κράτος από το οποίο τον μετέφερε, στο τρίτο κράτος που χορήγησε το ταξιδιωτικό έγγραφο με το οποίο μετακινήθηκε ή σε κάθε άλλο τρίτο κράτος στο οποίο είναι εξασφαλισμένη η είσοδός του.

β. Ο μεταφορέας υποχρεούται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να βεβαιωθεί ότι ο αλλοδαπός που μεταφέρεται με εναέρια ή θαλάσσια συγκοινωνία είναι κάτοχος των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδό του στην επικράτεια των Συμβαλλόμενων Μερών.

2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς προστασίας των προσφύγων, όπως έχει τροποποιηθεί από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 και λαμβάνοντας υπόψη τους συνταγματικούς κανόνες τους, να εισαγάγουν κυρώσεις κατά των μεταφορέων που προωθούν από ένα τρίτο κράτος προς το έδαφός τους με εναέρια ή θαλάσσια συγκοινωνία αλλοδαπούς που δεν είναι κάτοχοι των απαιτούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 περίπτωση β και της παραγράφου 2 εφαρμόζονται στους μεταφορείς ομάδων που εξασφαλίζουν διεθνείς οδικές συνδέσεις με λεωφορεία με εξαίρεση τη συνοριακή κυκλοφορία.


Άρθρο 27

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εισαγάγουν τις κατάλληλες κυρώσεις κατά οποιουδήποτε ο οποίος για κερδοσκοπικούς λόγους παρέχει βοήθεια ή επιχειρεί να βοηθήσει αλλοδαπό να εισέλθει ή να διαμείνει στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, κατά παράβαση της νομοθεσίας του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους σχετικά με την είσοδο και διαμονή αλλοδαπών.

2. Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος ενημερωθεί για τις πράξεις της παραγράφου 1, οι οποίες συνιστούν παράβαση της νομοθεσίας ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, πληροφορεί σχετικά το τελευταίο.

3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο ζητεί από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να ασκήσει δίωξη λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας του για τις πράξεις της παραγράφου 1, πρέπει να αιτιολογήσει με υπηρεσιακή καταγγελία ή βεβαίωση των αρμόδιων αρχών τις διατάξεις του νόμου που παραβιάσθηκαν.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αρμοδιότητα για την εξέταση των αιτήσεων παροχής ασύλου


Άρθρο 28

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη επαναβεβαιώνουν τις υποχρεώσεις τους από τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των κειμένων αυτών καθώς και την υποχρέωσή τους να συνεργασθούν με τις υπηρεσίες του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω νομικών μέσων.

Άρθρο 29

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξετάσουν κάθε αίτηση παροχής ασύλου που κατατίθεται από έναν αλλοδαπό στο έδαφος ενός από αυτά.

2. Η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι ένα Συμβαλλόμενο Μέρος επιτρέπει πάντοτε στον αιτούντα άσυλο την είσοδο ή τη διαμονή στην επικράτειά του.

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος βάσει του εθνικού του δικαίου και σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις του, διατηρεί το δικαίωμα να επαναπροωθήσει ή να απομακρύνει τον αιτούντα άσυλο προς ένα τρίτο κράτος.

3. Ανεξάρτητα από το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο ο αλλοδαπός απευθύνει την αίτηση παροχής ασύλου, ένα μόνο Συμβαλλόμενο Μέρος είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεώς του. Το Συμβαλλόμενο αυτό Μέρος καθορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 30.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα - για ιδιαίτερους λόγους που ανάγονται ιδίως στο εθνικό του δίκαιο - να εξετάσει μία αίτηση παροχής ασύλου, έστω και αν η ευθύνη, κατά την έννοια της παρούσης Συμβάσεως, ανήκει σε άλλο Συμβαλλόμενο Μύρος.


Άρθρο 30

1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος που είναι αρμόδιο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου ορίζεται ως εξής:

α. Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος χορήγησε στον αιτούντα άσυλο οποιασδήποτε μορφής θεώρηση ή τίτλο διαμονής, είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως. Αν η θεώρηση χορηγήθηκε κατόπιν αδείας άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος που χορήγησε την άδεια.

β. Αν περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη χορήγησαν στον αιτούντα άσυλο οποιασδήποτε μορφής θεώρηση ή τίτλο διαμονής, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος που χορήγησε τη θεώρηση ή τον τίτλο διαμονής με τη μακρότερη διάρκεια ισχύος.

γ. Εφόσον ο αιτών άσυλο δεν εγκατέλειψε την επικράτεια των Συμβαλλόμενων Μερών, η αρμοδιότητα που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β υφίσταται, έστω και αν η διάρκεια ισχύος της οποιασδήποτε φύσεως θεωρήσεως ή του τίτλου διαμονής έχει λήξει. Αν ο αιτών άσυλο εγκατέλειψε την επικράτεια των Συμβαλλόμενων Μερών μετά τη χορήγηση της θεωρήσεως ή του τίτλου διαμονής, τα έγγραφα αυτά θεμελιώνουν την αρμοδιότητα σύμφωνα με τις περιπτώσεις α και β, εκτός αν στο μεταξύ έληξε η ισχύς τους δυνάμει του εθνικού δικαίου.

δ. Αν ο αιτών άσυλο δεν υποχρεούται σε καθεστώς θεωρήσεως από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών.

Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν έχει εναρμονισθεί πλήρως η πολιτική θεωρήσεων και αν ο αιτών άσυλο δεν υπόκειται σε καθεστώς θεωρήσεως από ορισμένα μόνο Συμβαλλόμενα Μέρη, αρμόδιο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των περιπτώσεων α, β και γ, είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών με το ευεργέτημα εξαιρέσεως από την υποχρέωση θεωρήσεως.

Αν η αίτηση παροχής ασύλου υποβάλλεται σε ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο χορήγησε στον αιτούντα θεώρηση διελεύσεως - ασχέτως αν ο αιτών διήλθε ή όχι από τον έλεγχο διαβατηρίων - και αν η θεώρηση διελεύσεως χορηγήθηκε αφότου η χώρα διελεύσεως βεβαιώθηκε από τις προξενικές ή διπλωματικές αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους προορισμού ότι ο αιτών άσυλο ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις εισόδου στο έδαφός της, αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος προορισμού.

ε. Αν ο αιτών άσυλο εισήλθε στα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών χωρίς να κατέχει ένα ή περισσότερα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων, όπως έχει καθορισθεί από την Εκτελεστική Επιτροπή, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών.

στ. Αν ένας αλλοδαπός, του οποίου η αίτηση ασύλου εξετάζεται ήδη από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, υποβάλει αίτηση, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο η αίτησή του είναι υπό εξέταση.

ζ. Αν ένας αλλοδαπός, ως προς τον οποίο σε μία προηγούμενη αίτηση ασύλου από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, υποβάλει νέα αίτηση, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος που εξέτασε την προηγούμενη αίτηση αν ο αιτών δεν εγκατέλειψε τα εδάφη των Συμβαλλόμενων Μερών.

2. Αν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος έχει επιληφθεί της εξετάσεως αιτήσεως παροχής ασύλου κατ` εφαρμογήν του άρθρου 29, παράγραφος 4, το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του.

3. Αν το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να καθορισθεί βάσει των κριτηρίων των παραγράφων 1 και 2, αρμόδιο είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση παροχής ασύλου.


Άρθρο 31

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να προσδιορίσουν, το συντομότερο δυνατόν, το Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση μιας αιτήσεως παροχής ασύλου.

2. Αν αίτηση παροχής ασύλου απευθύνεται σε αναρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος από αλλοδαπό που διαμένει στην επικράτειά του, το τελευταίο μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος να αναλάβει τον αιτούντα άσυλο, προκειμένου να εξετάσει την αίτησή του για την παροχή ασύλου.

3. Το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να αναλάβει τον αιτούντα άσυλο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αν το αίτημά του υποβληθεί σε προθεσμία έξι μηνών από τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως παροχής ασύλου. Αν το αίτημα δεν υποβάλλεται στην παραπάνω προθεσμία, αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου είναι το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο είχε υποβληθεί.


Άρθρο 32

Η εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου διενεργείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αρμόδιου Συμβαλλόμενου Μύρους.


Άρθρο 33

1. Όταν ο αιτών άσυλο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, βρίσκεται παρανόμως στην επικράτεια ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να τον αναλάβει.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται, όταν το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος έχει χορηγήσει στον αιτούντα άσυλο τίτλο διαμονής με ισχύ ανώτερη ή ίση του ενός έτους. Στην περίπτωση αυτή η αρμοδιότητα για την εξέταση της αιτήσεως μεταβιβάζεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Μύρος.


Άρθρο 34

1. Το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να αναλάβει τον αλλοδαπό, του οποίου η αίτηση παροχής ασύλου έχει απορριφθεί οριστικώς και ο οποίος έχει μεταβεί στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, χωρίς να έχει δικαίωμα διαμονής.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται, όταν το αρμόδιο Συμβαλλόμενο Μέρος είχε απομακρύνει τον αλλοδαπό εκτός του εδάφους των Συμβαλλόμενων Μερών.


Άρθρο 35

1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο αναγνώρισε σε αλλοδαπό το καθεστώς του πρόσφυγα και του χορήγησε δικαίωμα διαμονής, καθίσταται υποχρεωτικώς αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου ενός μέλους της οικογενείας του, με την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι συμφωνούν.

2. Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 μέλος της οικογενείας είναι ο σύζυγος ή το άγαμο τέκνο του πρόσφυγα, ηλικίας κάτω των δέκα οκτώ ετών, ή αν ο πρόσφυγας είναι άγαμο τέκνο κάτω των δέκα οκτώ ετών, ο πατέρας ή η μητέρα του.


Άρθρο 36

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου, μπορεί, για ανθρωπιστικούς λόγους που στηρίζονται ιδίως σε οικογενειακές ή πολιτιστικές αιτίες, να ζητήσει από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να καταστεί αρμόδιο, εφόσον εκφράζει τη σχετική βούληση ο ενδιαφερόμενος. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο υποβάλλεται το σχετικό αίτημα σταθμίζει, αν το αίτημα αυτό μπορεί να ικανοποιηθεί.


Άρθρο 37

1. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών ανταλλάσσουν μεταξύ τους, το ταχύτερο δυνατόν, τις πληροφορίες σχετικά με:

α. Νέους κανονισμούς ή μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα του δικαιώματος παροχής ασύλου ή τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο, το αργότερο, κατά την έναρξη ισχύος τους.

β. Στατιστικά δεδομένα που αφορούν τις μηνιαίες αφίξεις αιτούντων άσυλο με την ένδειξη των κυριότερων χωρών προελεύσεως καθώς και τις συναφείς αποφάσεις στις αιτήσεις παροχής ασύλου, εφόσον αυτά είναι διαθέσιμα.

γ. Εμφάνιση ή σημαντική αύξηση ορισμένων ομάδων που έχουν υποβάλει αίτηση καθώς και τις σχετικές πληροφορίες προς τούτο.

δ. Θεμελιώδεις αποφάσεις στον τομέα του δικαιώματος παροχής ασύλου.

2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη διασφαλίζουν, επιπλέον, στενή συνεργασία ως προς τη συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση στις χώρες προελεύσεως των αιτούντων άσυλο με σκοπό μία κοινή εκτίμηση.

3. Κάθε ένδειξη ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικά με την εμπιστευτική εξέταση πληροφοριών που αυτό ανακοινώνει πρέπει να δεσμεύει τα άλλα Συμβαλλόμενα Μύρη.


Άρθρο 38

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διαβιβάζει σε κάθε άλλο Μέρος που υποβάλει σχετική αίτηση τα δεδομένα που διαθέτει για τον αιτούντα άσυλο, τα οποία είναι απαραίτητα για:

- τον καθορισμό του Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο.

2. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να αφορούν αποκλειστικά:

α. Την ταυτότητα (όνομα και επώνυμο, ενδεχομένως προηγούμενο όνομα, προσωνυμίες ή ψευδώνυμα, χρόνο και τόπο γεννήσεως, παρούσα και προηγούμενη ιθαγένεια του αιτούντος άσυλο και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογενείας του).

β. Τα έγγραφα ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά έγγραφα (αριθμό, διάρκεια ισχύος, τόπο και ημερομηνία εκδόσεως, εκδούσα αρχή κλπ.).

γ. Τα λοιπά στοιχεία, τα αναγκαία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του αιτούντος.

δ. Τους τόπους διαμονής και τις διαδρομές των ταξιδίων.

ε. Τους τίτλους διαμονής ή τις θεωρήσεις που έχουν χορηγηθεί από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος.

στ. Τον τόπο υποβολής της αιτήσεως παροχής ασύλου.

ζ. Την ημερομηνία υποβολής προγενέστερης αιτήσεως παροχής ασύλου, αν συντρέχει περίπτωση, την ημερομηνία υποβολής της παρούσης αιτήσεως, το διαδικαστικό στάδιο, το περιεχόμενο της αποφάσεως.

3. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί επιπλέον, να ζητήσει από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να του γνωστοποιήσει τους λόγους, τους οποίους επικαλέστηκε ο αιτών άσυλο προς υποστήριξη της αιτήσεώς του και αν συντρέχει περίπτωση, την αιτιολογία της ληφθείσης αποφάσεως που τον αφορά: Το Συμβαλλόμενο Μέρος στο οποίο υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα εκτιμά, αν μπορεί να το εξετάσει περαιτέρω. Η διαβίβαση αυτή των πληροφοριών εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τη συναίνεση του αιτούντος άσυλο.

4. Η ανταλλαγή δεδομένων πραγματοποιείται κατόπιν σχετικής αιτήσεως Συμβαλλόμενου Μέρους και μόνο μεταξύ των αρχών που κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος έχει υποδείξει στην Εκτελεστική Επιτροπή.

5. Τα διαβιβαζόμενα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 σκοπούς. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να διαβιβάζονται μόνο στις διοικητικές αρχές και τα δικαστήρια που έχουν επιληφθεί:

- για τον καθορισμό του Συμβαλλόμενου Μέρους που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο.

6. Το Συμβαλλόμενο Μέρος που διαβιβάζει τα δεδομένα μεριμνά, ώστε αυτά να είναι ενημερωμένα και ακριβή.

Αν διαπιστωθεί ότι το Συμβαλλόμενο Μέρος έχει διαβιβάσει ανακριβή δεδομένα ή στοιχεία που δεν πρέπει να διαβιβασθούν, τα Συμβαλλόμενα Μέρη - αποδέκτες ενημερώνονται σχετικά χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Τα τελευταία υποχρεούνται να διορθώσουν αυτές τις πληροφορίες ή να τις διαγράψουν.

7. Ο αιτών άσυλο έχει δικαίωμα, κατόπιν αιτήσεώς του, να του ανακοινωθούν οι ανταλλαγείσες πληροφορίες που τον αφορούν, εφόσον είναι διαθέσιμες.

Αν διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες αυτές είναι ανακριβείς ή ότι δεν θα έπρεπε να έχουν διαβιβασθεί, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διόρθωση ή διαγραφή τους. Οι διορθώσεις πραγματοποιούνται με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6.

8. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να ενημερώνει το αρχείο του σχετικά με τη διαβίβαση και τη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

9. Τα δεδομένα αυτά διατηρούνται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει εκείνο το οποίο είναι απαραίτητο για τους σκοπούς, για τους οποίους έχουν ανταλλαγεί. Η ανάγκη διατηρήσεώς τους πρέπει να εξετάζεται έγκαιρα από το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος.

10. Τα διαβιβαζόμενα δεδομένα απολαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, της ίδιας τουλάχιστον προστασίας με εκείνη που προβλέπεται στο δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους για πληροφορίες παρόμοιας μορφής.

11. Αν τα δεδομένα αυτά δεν τύχουν αυτόματης επεξεργασίας, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος άρθρου με αποτελεσματικά μέσα ελέγχου. Αν Συμβαλλόμενο Μέρος διαθέτει υπηρεσία του ιδίου τύπου που προβλέπεται στην παράγραφο 12, μπορεί να της αναθέσει καθήκοντα ελέγχου.

12. Αν ένα ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη σκοπεύουν να καταχωρήσουν σε αρχείο προς επεξεργασία - εν όλω ή εν μέρει - τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, η καταχώρηση αυτή επιτρέπεται μόνον, εφόσον τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη, αφενός έχουν καθιερώσει νομοθεσία σχετική με την επεξεργασία δεδομένων, η οποία αναγνωρίζει τις αρχές της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, αφετέρου έχουν αναθέσει σε αρμόδια εθνική αρχή τον ανεξάρτητο έλεγχο της επεξεργασίας και χρήσεως δεδομένων που διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΟΜΩΣ.